- εύπνευστος
- εὔπνευστος, -ον (Α)αυτός που αναπνέει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πνευστός < πνέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευπνευστία — εὐπνευστία, ἡ (Α) [εύπνευστος] η ιδιότητα τού ευπνεύστου, η εύκολη, καλή αναπνοή … Dictionary of Greek
ՔԱՋԱՀՈՏ — ( ) NBH 2 0985 Chronological Sequence: 6c ա. εὑπνεύστος bene spirans. Փիլ. լին. ՟Է. 4: Ուր լինի ընթեռնուլ եւ քաջախոտ, (զոր տեսցես.) կամ քաջահոտ. որ քաջ բուրէ զհոտ անոյշ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)